- παπάβερ
- τοβοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τής παπαρούνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. papaver < λατ. papaver, -eris «παπαρούνα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… … Dictionary of Greek
παπαβερώδη — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 640 είδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, από τις οποίες οι παπαβερίδες είναι από τις σημαντικότερες οικογένειες που παράγουν φαρμακευτικές ουσίες, με σπουδαιότερο γένος το παπάβερ … Dictionary of Greek
παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους … Dictionary of Greek